κλεψύδρα

κλεψύδρα
Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη δημιουργία ακριβέστερων οργάνων καταργήθηκε σταδιακά η χρήση της. Τη χρησιμοποιούσαν κυρίως στα δικαστήρια για τη μέτρηση του χρόνου αγόρευσης των διαδίκων. Μία κλεψύδρα του 17ου αι.
* * *
η (Α κλεψύδρα, ιων. τ. κλεψύδρη)
στενόστομο αγγείο που περιείχε νερό, με βάση πλατιά και γεμάτη μικρές οπές από όπου έσταζαν αργά οι σταγόνες ώσπου να εξαντληθεί τελείως το νερό και το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση τού χρόνου, ιδίως κατά τις αγορεύσεις ρητόρων στα δικαστήρια («πρὸς κλεψύδρας ἄν ἠγωνίζοντο», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ο περιορισμένος χρόνος, η πίεση τού χρόνου που αναγκάζει τον ομιλητή να είναι σύντομος και να περατώσει την ομιλία του μέσα στα όρια που τού έχουν ταχθεί
αρχ.
ως κύριο όν. Κλεψύδρα
α) ονομασία πηγής στην Ακρόπολη τής Αθήνας τής οποίας το νερό άλλοτε πλημμύριζε και άλλοτε στέρευε
β) ονομασία πηγής στην κορυφή τής Ιθώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ- τού κλέπτω (πρβλ. κλέψ-αι) + -υδρ- (< ὕδωρ με μηδενισμένη βαθμίδα τού καταληκτικού επιθήματος, πρβλ. άν-υδρ-ος) + κατάλ. -α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλεψύδρα — κλεψύδρᾱ , κλεψύδρα pipette fem nom/voc/acc dual (ionic) κλεψύδρᾱ , κλεψύδρα pipette fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεψύδρα — Κλεψύδρᾱ , Κλεψύδρη pipette fem nom/voc/acc dual Κλεψύδρᾱ , Κλεψύδρη pipette fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεψύδρᾳ — Κλεψύδρᾱͅ , Κλεψύδρη pipette fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψύδρᾳ — κλεψύδραι , κλεψύδρα pipette fem nom/voc pl (ionic) κλεψύδρᾱͅ , κλεψύδρα pipette fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψύδρα — η στους αρχαίους ήταν αγγείο με τρύπες που γεμιζόταν με νερό και χρησίμευε για τη μέτρηση του χρόνου της ομιλίας στα δικαστήρια κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλεψύδρας — κλεψύδρᾱς , κλεψύδρα pipette fem acc pl (ionic) κλεψύδρᾱς , κλεψύδρα pipette fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψύδραι — κλεψύδρα pipette fem nom/voc pl (ionic) κλεψύδρᾱͅ , κλεψύδρα pipette fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψύδραν — κλεψύδρᾱν , κλεψύδρα pipette fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεψύδρας — Κλεψύδρᾱς , Κλεψύδρη pipette fem acc pl Κλεψύδρᾱς , Κλεψύδρη pipette fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψυδρῶν — κλεψύδρα pipette fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”